- ὀρυκτικός
- ὀρυκ-τικός, ή, όν,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ορυκτικός — ὀρυκτικός, ή, όν (Α) [ορύκτης] κατάλληλος για όρυξη ή για την κατασκευή σήραγγας ή υπονόμου («ἐργαλεῑον ὀρυκτικόν», λεξ. Σούδα) … Dictionary of Greek
ὀρυκτικά — ὀρυκτικός fit for digging neut nom/voc/acc pl ὀρυκτικά̱ , ὀρυκτικός fit for digging fem nom/voc/acc dual ὀρυκτικά̱ , ὀρυκτικός fit for digging fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)